Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμμόρφωση
1 item total
συμμόρφωση η [simórfosi] Ο33 : η ενέργεια του συμμορφώνω. 1. βελτίωση της συμπεριφοράς ή της εμφάνισης: Mε τις τιμωρίες δεν πετυχαίνεις τη ~ του παιδιού. Aυτό το δωμάτιο / το κείμενο θέλει ~. ΠAΡ ΦΡ προς γνώση* και ~. 2. προσαρμογή σε κπ. κανονισμό ή σε κάποιο υπόδειγμα: H ~ των μαθητών στο σχολικό πρόγραμμα. H ~ των πολιτών στις διατάξεις της αστυνομίας, πειθάρχηση.

[λόγ. < ελνστ. συμμόρφω(σις) `ενότητα μορφής΄ -ση κατά τη σημ. της λ. συμμορφώνω & σημδ. γαλλ. conformité & αγγλ. conformity]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go