Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμμετέχων
1 item total
συμμετέχων -ουσα -ον [simetéxon] Ε12 : (λόγ.) που συμμετέχει σε κτ.: Οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη υπουργοί. || (ως ουσ.): Οι συμμετέχοντες στη συζήτηση. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο παρακαλούνται να πληρώσουν τη συνδρομή, που είναι δέκα χιλιάδες δραχμές.

[λόγ. μεε. του συμμετέχω μτφρδ. γαλλ. les participants (πληθ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go