Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμβουλευτικός
1 item total
συμβουλευτικός -ή -ό [simvuleftikós] Ε1 : που δίνει συμβουλές χωρίς όμως να έχει τη δικαιοδοσία ή το σκοπό να τις επιβάλει: ~ σταθμός, για νέους, για μητέρες κτλ.: Συμβουλευτική επιτροπή. || που έχει το χαρακτή ρα της συμβουλής, της πρότασης: Συμβουλευτική γνώμη / ψήφος. συμβουλευτικά ΕΠIΡΡ: Tου πρότεινα, ~ μόνο, να αποφύγει αυτή την ενέργεια.

[λόγ. < αρχ. συμβουλευτικός `παραινετικός, εξεταστικός΄ σημδ. γαλλ. consultatif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go