Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμβολισμός
1 item total
συμβολισμός ο [simvolizmós] Ο17 : 1α.παράσταση ή έκφραση αφηρημένων εννοιών με σύμβολα: Γλωσσικός / επιστημονικός / θρησκευτικός / χριστιανικός ~. Ο ~ των αριθμών. β. σύμβολο2: Συμβολισμοί της φυσικής / της χημείας. 2. λογοτεχνική κίνηση, που εκδηλώθηκε στη Γαλλία κατά τα τέλη του 19ου αι. ως αντίδραση στο ρομαντισμό και στο νατουραλισμό, και που χρησιμοποίησε παραστάσεις από τον κόσμο των αισθήσεων ως σύμβολα των ιδεών και των συναισθημάτων: Ο Mαλαρμέ είναι εκπρόσωπος του ποιητικού συμβολισμού. || ανάλογη τεχνοτροπία στη ζωγραφική και στη μουσική.

[λόγ. < γαλλ. symbolisme < symbol(e) = σύμβολ(ον)1 -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go