Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συλλέκτης
1 εγγραφή
συλλέκτης ο [siléktis] Ο10 θηλ. συλλέκτρια [siléktria] Ο27 στη σημ. I : I.αυτός που ασχολείται με τη συλλογή αντικειμένων που ανήκουν σε ορισμένο είδος και που έχουν καλλιτεχνική, επιστημονική ή άλλη αξία: Είναι ~ πινάκων μοντέρνας ζωγραφικής / σπάνιων χειρογράφων / γραμματοσήμων. II. όργανο, συσκευή ή δοχείο όπου συλλέγεται ή και αποθηκεύεται κτ.: Hλεκτρικός ~, μεταλλάκτης συχνότητας ηλεκτρικού ρεύματος. ~ καπνού, καπνοσυλλέκτης. ~ ομβρίων υδάτων. ~ θερμότητας. ~ απορριμμάτων.

[λόγ. < ελνστ. συλλέκτης `που συγκεντρώνει΄, σημδ.: Ι: γαλλ. collectionneur· ΙΙ: γαλλ. collecteur· λόγ. συλλέκ(της) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες