Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγχωνεύω
1 item total
συγχωνεύω [siŋxonévo] -ομαι Ρ5.1 : συνενώνω πολλά ομοειδή στοιχεία σε ένα: Πολλές μικρές επιχειρήσεις συγχωνεύτηκαν και δημιούργησαν ισχυρές οικονομικά μονάδες. Στον ελληνικό πολιτισμό έχουν συγχωνευτεί στοιχεία παλαιότερων πολιτισμών. Οι ποινές του συγχωνεύτηκαν, έγι νε συγχώνευση ποινών. || αναμειγνύω μέταλλα με τη μέθοδο της τήξης.

[λόγ. < αρχ. συγχωνεύω `λιώνω μαζί΄ σημδ. γαλλ. fusionner]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go