Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συγχωνεύω [siŋxonévo] -ομαι Ρ5.1 : συνενώνω πολλά ομοειδή στοιχεία σε ένα: Πολλές μικρές επιχειρήσεις συγχωνεύτηκαν και δημιούργησαν ισχυρές οικονομικά μονάδες. Στον ελληνικό πολιτισμό έχουν συγχωνευτεί στοιχεία παλαιότερων πολιτισμών. Οι ποινές του συγχωνεύτηκαν, έγι νε συγχώνευση ποινών. || αναμειγνύω μέταλλα με τη μέθοδο της τήξης.
[λόγ. < αρχ. συγχωνεύω `λιώνω μαζί΄ σημδ. γαλλ. fusionner]



