Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγκρίσιμος
1 item total
συγκρίσιμος -η -ο [siŋgrísimos] Ε5 : που μπορεί να συγκριθεί με κπ. ή με κτ. άλλο: Συγκρίσιμα μεγέθη.

[λόγ. σύγκρισ(ις) -ιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go