Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγκολλώ
1 item total
συγκολλώ [siŋgoló] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : 1.συνδέω δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή τμήματα με τη χρήση ενός συνδετικού υλικού (κολλητικής ουσίας, λιωμένου μετάλλου κτλ.): ~ μέταλλα / επιφάνειες / οστά. 2. (μτφ.) συνδέω επί μέρους ή διαφορετικά πράγματα: Προσπαθεί να συγκολλήσει τα κομμάτια της θρυμματισμένης πραγματικότητας.

[λόγ. < αρχ. συγκολλῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go