Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συγκοινωνιακός -ή -ό [singinoniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στις συγκοινωνίες: Συγκοινωνιακά μέσα. Συγκοινωνιακή πολιτική / οικονομία. Συγκοινωνιακό δίκαιο / κόστος. ~ κόμβος.
[λόγ. συγκοινω νί(α) -ακός]



