Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγκατάθεση
1 item total
συγκατάθεση η [siŋgatáθesi] Ο33 : η σύμφωνη γνώμη για κτ. που πρόκειται να γίνει, η αποδοχή, η συναίνεση: Παντρεύτηκαν με / χωρίς τη ~ των γονιών τους. H κυβέρνηση έδωσε τη συγκατάθεσή της στις προτεινόμενες αυξήσεις μισθών.

[λόγ. < ελνστ. συγκατάθε(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go