Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συγγραφή
1 item total
συγγραφή η [siŋγrafí] Ο29 : η ενέργεια του συγγράφω, το γράψιμο: Aσχολείται με τη ~ παιδικών βιβλίων / αστυνομικών μυθιστορημάτων / των απομνημονευμάτων του. Ολοκληρώθηκε η ~ και η έκδοση της εγκυκλοπαίδειας. || (σπάν.) σύγγραμμα. || ~ (υποχρεώσεων), γραπτή συμφωνία που περιλαμβάνει το σύνολο των ειδικών όρων, σύμφωνα με τους οποίους ανατίθεται σε κπ. η εκτέλεση ενός έργου: Στη ~ για την αγορά του διαμερίσματος περιλαμβάνεται πλήρης περιγραφή των υποχρεώσεων του εργολάβου. ~ γενικών όρων, έγγραφο που περιλαμβάνει τους όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό για την ανάληψη δημόσιου έργου.

[λόγ. < αρχ. συγγραφή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go