Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στύση
1 εγγραφή
στύση η [stísi] Ο31 : (βιολ.) η αύξηση των διαστάσεων, η σκλήρυνση και η ανόρθωση του ανδρικού γεννητικού οργάνου (και αντίστοιχα της κλειτορίδας των γυναικών), που προκαλείται από τη σεξουαλική διέγερση: ~ του πέους / της κλειτορίδας.

[λόγ. < αρχ. στύ(ω) `καυλώνω΄ -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες