Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στύβω
1 item total
στύβω [stívo] -ομαι Ρ4 : 1.πιέζω, συνθλίβω κτ. για να βγει ο χυμός του ή το υγρό που περιέχει: ~ τα πορτοκάλια / τα λεμόνια. ~ το σφουγγάρι / τη σφουγγαρίστρα. Tα σύγχρονα πλυντήρια στύβουν και στεγνώνουν τα ρούχα. H φανέλα του ήταν να τη στύψεις, μουσκεμένη από τον πολύ ιδρώ τα. Στυμμένη λεμονόκουπα. (έκφρ.) πετάω κπ. σαν στυμμένη λεμονόκου πα*. ΦΡ ~ το μυαλό* μου. ~ την πέτρα, είμαι πολύ δυνατός (και υγιής). 2. (μτφ.) αντλώ από κπ. το μέγιστο της απόδοσης, της ικμάδας του: Στύβοντας τον καθένα έβγαζε απ΄ αυτόν ό,τι καλύτερο είχε να δώσει. Tον έστυψαν οι τοκογλύφοι, τον απομύζησαν οικονομικά.

[αρχ. στείβω `πατώ΄ (η γρ. με βάση παρετυμ. προς το αρχ. στύφω `σουφρώνω τα χείλια από στυφή γεύση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go