Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στρούγκα
1 item total
στρούγκα η [strúŋga] Ο25 : 1.χώρος περιφραγμένος πρόχειρα, για το άρμεγμα γιδοπροβάτων: Bάζω τα πρόβατα στη ~. || το κοπάδι. 2. (μτφ., σκωπτ.) α. σύνολο οπαδών που υπακούουν τυφλά σε (αυστηρούς) κανόνες ή σε κπ. αρχηγό: Mπαίνω στη ~. Bγαίνω από τη ~. β. οργανωμένος χώρος που δεσμεύει (και προστατεύει) τα μέλη του απαιτώντας τυφλή υπακοή σε κανόνες ή σε κπ. αρχηγό: Kομματική ~.

[βλάχ. strunga]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go