Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατιά
1 εγγραφή
στρατιά η [stratxá & stratiá] Ο24 : 1α. η μεγαλύτερη στρατιωτική μονάδα που αποτελείται από σώματα στρατού και που έχει ενιαία διοίκηση: Έδρα / διοικητής της στρατιάς. Ομάδα στρατιών. || πολύ μεγάλος στρατός: Οι στρατιές των βαρβάρων. H ~ του Nαπολέοντα. β. (εκκλ.) Οι στρατιές των αγγέλων / οι ουράνιες στρατιές, το σύνολο των αγγελικών ταγμάτων. 2. (μτφ.) για πολυάριθμη ομάδα ή κατηγορία ανθρώπων: Στρατιές από ανώνυμους ήρωες θυσιάστηκαν για την ελευθερία. (σε σχήμα υπερβολής) Στρατιές ανέργων σχηματίζουν ουρές στα ταμεία ανεργίας. || Στρατιές από ακρίδες / από κουνούπια.

[λόγ. < αρχ. στρατιά `στρατός΄ & σημδ. γαλλ. armée (1β: μσν. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες