Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στολισμός
1 item total
στολισμός ο [stolizmós] Ο17 : η ενέργεια του στολίζω, η τοποθέτηση διάφορων διακοσμητικών στοιχείων σε ένα χώρο ή σε ένα αντικείμενο ή ο καλλωπισμός ενός προσώπου με κοσμήματα· στόλισμα1: Ο ~ του Επιταφίου / της αίθουσας για την εθνική εορτή. Ο χριστουγεννιάτικος / πρωτοχρονιάτικος ~.

[λόγ. < ελνστ. στολισμός `εξοπλισμός, ρούχο΄ κατά τη σημ. του στολίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go