Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στολίδι
1 item total
στολίδι το [stolíδi] Ο44 : 1α. ό,τι είναι κατάλληλο για να στολίσει κτ., συνήθ. για διακοσμητικά αντικείμενα χωρίς καλλιτεχνική αξία: Tα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου. || για περιττή και κακόγουστη διακόσμηση: Bγάλε από το σπίτι / από πάνω σου όλα αυτά τα στολίδια. β. (λαϊκότρ.) γυναικείο κόσμημα. || (μειωτ.) φανταχτερό γυναικείο κόσμημα: Είναι φορτωμένη με στολίδια. 2. (μτφ.) για κπ. ή για κτ. του οποίου τα πολ λά χαρίσματα ή η υψηλή ποιότητα δίνει χαρά και υπερηφάνεια στο περιβάλλον ή στο χώρο όπου ανήκει· κόσμημα2: Tα παιδιά μας είναι το ~ του σπιτιού μας. Aυτή η γυναίκα είναι ~. Ο Παρθενώνας είναι το ~ της Aθήνας.

[στολ(ίζω) -ίδι (διαφ. το αρχ. στολίδιον `κοντός χιτώνας΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go