Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στηθαίο
1 item total
στηθαίο το [stiθéo] Ο39 : χαμηλός τοίχος ή άλλη ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή σε εξώστες, γέφυρες ή σε επικίνδυνα σημεία των δρόμων, που προστατεύει ανθρώπους ή οχήματα από ενδεχόμενη πτώση: Tο αυτοκίνη το προσέκρουσε στο ~ του δρόμου και στη συνέχεια έπεσε στον γκρεμό.

[λόγ. < ελνστ. στηθαῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go