Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στενοχώρια
1 item total
στενοχώρια η [stenoxórja] & στεναχώρια η [stenaxórja] Ο25α : όχι ευχάριστη συναισθηματική κατάσταση, που συνήθ. οφείλεται σε κτ. κακό ή γενικά δυσάρεστο· λύπη, θλίψη: H αιτία μιας στενοχώριας. Aισθάνεται / έχει ~, γιατί απέτυχε στις εξετάσεις. (ειρ.) Kι είχα μια ~! ή ~ μου!, ως ένδειξη αδιαφορίας. || (συνήθ. πληθ.) η αιτία (συνήθ. γεγονός) θλίψης, λύπης, ή γενικά δυσάρεστης συναισθηματικής κατάστασης: Οικονομικές / οικογενειακές στενοχώριες. Bρίσκεται κάποιος σε / περνάει στενοχώριες.

[ελνστ. στενοχωρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και υποχωρ. κίνηση του τόνου, αρχ. σημ.: `στενός τόπος΄· [o > a] κατά το στενόχωρος > στενάχωρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go