Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στεγνοκαθαριστήριο
1 item total
στεγνοκαθαριστήριο το [steγnokaθaristírio] Ο40 : η επίσημη ονομασία του καθαριστηρίου.

[λόγ. στεγν(ός) -ο- + καθαριστήριον μτφρδ. αγγλ. dry cleaning ή γερμ. Trockenreinigung]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go