Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεατοπυγία η [steatopijía] Ο25 : (ανατ.) υπερβολική συγκέντρωση λίπους στους γλουτούς.
[λόγ. < γαλλ. stéatopygie < αρχ. στεατ- (στέαρ) -ο- + αρχ. πυγ(ή) `ποπός, πισινός΄ -ie = -ία]