Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σταδιοδρομία
1 item total
σταδιοδρομία η [staδioδromía] Ο25 : η επαγγελματική εξέλιξη κάποιου σε έναν τομέα, η σταδιακή ανέλιξή του στις ανώτερες βαθμίδες του επαγγέλματος, στο οποίο αφιέρωσε όλη την παραγωγική περίοδο της ζωής του· καριέρα: Στρατιωτική / δημοσιοϋπαλληλική ~. Λαμπρή ~. Bρισκόταν ακόμα στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Tου ευχήθηκαν καλή ~ στη νέα του θέση.

[λόγ. < ελνστ. σταδιοδρομία `αγώνας δρόμου στο στάδιο΄ σημδ. γαλλ. carrière]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go