Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σταδιακός
1 item total
σταδιακός -ή -ό [staδiakós] Ε1 : που δε γίνεται απότομα, που ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, σχετικά αργή αλλά σταθερή: Σταδιακή βελτίωση του καιρού. Παρατηρείται σταδιακή αύξηση / μείωση. Σταδιακή υποχώρη ση. σταδιακά ΕΠIΡΡ: ~ ο καιρός θα βελτιωθεί.

[λόγ. στάδι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go