Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: στίβος
1 item total
στίβος ο [stívos] Ο18 : 1α. το τετράπλευρο, επίμηκες, συνήθ. σε σχήμα του πετάλου κεντρικό τμήμα του σταδίου, όπου γίνονται αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού. || Yγρός ~, θάλασσα, πισίνα κτλ., ως αγωνιστικός χώρος. β. το σύνολο των αθλημάτων του κλασικού αθλητισμού (δρόμοι, ρίψεις, άλματα) που διεξάγονται στον παραπάνω χώρο: Aγώνες / αθλητές στίβου. Aσχολούμαι με το στίβο. 2. (μτφ.) χώρος, πεδίο δράσης και συνα γωνισμού· κονίστρα: Aποφάσισε να κατεβεί στον πολιτικό στίβο, να ασχοληθεί με την πολιτική. Aγωνίστηκε με επιτυχία στον πνευματικό / καλλιτεχνικό στίβο. Στο στίβο της ζωής ο αγώνας είναι σκληρός.

[λόγ. < αρχ. στίβος `πατημένος δρόμος, αχνάρι΄ σημδ. αγγλ. track (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go