Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπουδαστήριο
1 item total
σπουδαστήριο το [spuδastírio] Ο40 : ειδικός χώρος σε εκπαιδευτικά κυρίως ιδρύματα, στον οποίο μπορεί κάποιος να μελετήσει ένα συγκεκριμένο θέμα με βάση τα ειδικά βιβλία που υπάρχουν σ΄ αυτό.

[λόγ. σπουδασ- (σπουδάζω) -τήριον απόδ. γερμ. Studierzimmer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go