Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπλαχνικός
2 items total [1 - 2]
σπλαχνικός 1 -ή -ό [splaxnikós] Ε1 : που ευσπλαχνίζεται κπ., που αισθάνεται λύπη για τη δυστυχία κάποιου και δείχνει διάθεση να τον βοηθήσει, φιλεύσπλαχνος. || που εκδηλώνει την ευσπλαχνία του: Δάκρυσε ακούγοντας τα σπλαχνικά του λόγια. || ~ πατέρας, πολύ στοργικός.

[ελνστ. σπλαγχνικός με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

σπλαχνικός 2 -ή -ό & σπλαγχνικός -ή -ό [splaŋxnikós] Ε1 : (ανατ.) που έχει σχέση, που αναφέρεται στα σπλάχνα: Σπλαχνικά νεύρα. Σπλαχνικές κοιλότητες.

[λόγ. < ελνστ. σπλαγχνικός και με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go