Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπαράζω
1 item total
σπαράζω [sparázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. (για σαρκοβόρα ζώα, θηρία) κομματιά ζω, σκίζω με δόντια και νύχια· κατασπαράζω, σπαράσσω: Γάβγιζαν κι έδειχναν τα δόντια τους έτοιμα να μας σπαράξουν. β. για άνθρωπο ή άλ λο έμψυχο που, επειδή βασανίζεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, κινείται ακούσια και σπασμωδικά: Σπάραξε στο / από το κλάμα. Σπάραξα από τον πόνο. Έπεσε κάτω αφρίζοντας και σπαράζοντας σαν ψάρι. 2α. αισθάνομαι ψυχικό πόνο· υποφέρω από θλίψη: Σπαράζει η καρδιά μου / η ψυ χή μου, όταν βλέπω πώς έγινε. β. για ό,τι (γεγονός ή κατάσταση συνήθ.) προκαλεί ισχυρό ψυχικό πόνο: Ο χωρισμός μού σπάραξε την καρδιά.

[μσν. σπαράζω < αρχ. σπαράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σπαραξ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go