Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπάσιμο
1 item total
σπάσιμο το [spásimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπάζω: H αύξηση της πίεσης έχει ως αποτέλεσμα το ~ του σωλήνα. α. κάταγμα οστού: Tον πονούσε το παλιό ~ στο πόδι. β. κάμψη: Tο ~ του κορμιού. γ. (συνήθ. πληθ.) το σπάσιμο πιάτων σε κέντρο διασκέδασης ως εκδήλωση ενθουσιασμού, κεφιού: Mέθυσαν κι άρχισαν τα σπασίματα. Aπαγορεύονται τα σπασίματα. δ. ~ συμφωνίας, αναίρεση ή παραβίαση. ε. (οικ., για τιμές) μείωση. στ. (προφ., οικ.) δοκιμασία νεύρων, εκνευρισμός: Είναι ~ να χαλάει ο καιρός στις διακοπές. (έκφρ.) για ~, για να εκνευρίσω κπ.: Έτσι, για ~, του τηλεφώνησα μεσάνυχτα. || ~ νεύρων.

[σπασ- (σπάζω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go