Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σπάγγος ο [spáŋgos] Ο18 : 1. χοντρό νήμα για πολλές και ποικίλες χρήσεις (δέσιμο, συσκευασία κτλ.): Λεπτός ~, σαν χοντρή κλωστή. Xοντρός ~, σαν λεπτό σκοινί. Ένα κουβάρι ~. Γερός ~. Έδεσε το δέμα με σπάγγο. 2. (προφ.) ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός τσιγκούνη· σπαγγοραμμένος.
[1: μσν. σπάγγος < ιταλ. spago -ς· 2: σπαγγ(οραμμένος) -ος]



