Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σούρουπο
1 εγγραφή
σούρουπο το [súrupo] Ο41 : ο χρόνος της ημέρας αμέσως ύστερα από τη δύση του ήλιου, όταν αρχίζει να νυχτώνει· μούχρωμα, σύθαμπο, σουρούπωμα, λυκόφως: Bάδιζαν γρήγορα, να φτάσουν πριν από το ~. Όντας βυθίσει ο ήλιος και το ~ ακολουθήσει.

[συ(ν)- ρύπ(ος) -ο `η ώρα που “ρυπαίνεται” η μέρα΄ (σύγκρ. σύθαμπο) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [r] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες