Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σουτ
8 εγγραφές [1 - 8]
σουτ [sút] & (σπανιότ.) σους [sús] επιφ. : επιφώνημα με το οποίο, κάποτε αγενώς, προστάζουμε κπ. να πάψει αμέσως να μιλά· σκάσε!, σκασμός!, μόκο!, τσιμουδιά!, ησυχία!: ~!, έκανε φέρνοντας το δάχτυλο στο στόμα του. ~, το μωρό μας κοιμάται.

[ηχομιμ.]

σουτ το [sút] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, το λάκτισμα της μπάλας (προς το αντίπαλο τέρμα): Iσχυρό / δυνατό / μακρινό ~. Kάνω ~, σουτάρω. Δεξιό / αριστερό ~, με το δεξιό / αριστερό πόδι. β. στο μπάσκετ, το πέταγμα της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι: ~ για δίποντο / για τρίποντο. Ο παίκτης θα επιχειρήσει ~ τριών πόντων. 2. (προφ., συνήθ. ειρ. ή περιπαικτικά) α. για να δηλώσουμε την αποπομπή κάποιου από κάπου συνήθ. με βίαιο τρόπο: Δίνω σε κπ. ~. Tρώω ~. β. για να δηλώσουμε το πέταγμα άχρηστου πράγματος: Mου φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να φάνε ~ τα παπούτσια. σουτάκι το YΠΟKΟΡ.

[αγγλ. shoot]

σουτάρισμα το [sutárizma] Ο49 : η ενέργεια του σουτάρω. 1. (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, το λάκτισμα της μπάλας προς το αντίπαλο τέρμα. β. στο μπάσκετ, το πέταγμα της μπάλας προς το αντίπαλο καλάθι. 2. (προφ.) α. βίαιη αποπομπή. β. πέταγμα άχρηστων πραγμάτων.

[σουτάρ(ω) -ισμα]

σουτάρω [sutáro] -ομαι & σουτέρνω [sutérno] -ομαι Ρ6 : 1. (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, κλοτσώ, στέλνω την μπάλα (προς το αντίπαλο τέρμα). β. στο μπάσκετ, πετώ την μπάλα προς το αντίπαλο καλάθι: Για να έχει πιθα νότητες να νικήσει η ομάδα, ο παίκτης πρέπει να σουτάρει για τρίποντο. 2. (προφ., συνήθ. ειρ. ή περιπαικτικά) α. διώχνω κπ. από κάπου συνήθ. με βίαιο τρόπο: Aν δε στρωθεί στη δουλειά θα τη ~ και θα πάρω άλλη. β. πετώ κτ. άχρηστο: Σουτάρισέ το επιτέλους αυτό το μηχανάκι!

[σουτ -άρω· σουτ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

σουτέρ ο [sutér] Ο (άκλ.) : (αθλ.) α. στο ποδόσφαιρο, παίχτης ικανός να εκτελεί δυνατά και αποτελεσματικά σουτ· γκολτζής. β. στο μπάσκετ, παίχτης που εκτελεί εύστοχα σουτ.

[λόγ. σουτ -έρ κατά το γαλλ. -eur]

σουτζουκάκι το [sudzukáki] Ο44α : (πληθ.) φαγητό από κιμά και διάφορα καρυκεύματα, που τον έχουν πλάσει σε μικρούς κυλίνδρους: Ψητά / σμυρναίικα σουτζουκάκια. Σουτζουκάκια σχάρας / φούρνου. || (σπάν. εν.) για το κάθε ένα τεμάχιο.

[τουρκ. sucuk -άκι]

σουτζούκι το [sudzúki] Ο44 : 1. είδος γλυκίσματος από μουσταλευριά και καρύδια σε σχήμα μακριάς κυλινδρικής ράβδου. 2. (σπάν.) λουκάνικο ή σουτζουκάκι.

[τουρκ. sucuk ]

σουτιέν το [sutxén] Ο (άκλ.) : γυναικείο εσώρουχο που συγκρατεί το στήθος· στηθόδεσμος.

[λόγ. < γαλλ. soutien-gorge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες