Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σουρωτήρι το [surotíri] Ο44 : 1. σκεύος της κουζίνας· είδος δοχείου με βάση διάτρητη ή από πλέγμα, για το στράγγισμα φαγητών, αφεψημάτων κτλ. 2. ως περιγελαστικός χαρακτηρισμός προσώπου που πίνει πολύ κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό).
[1: σουρώ(νω) 2 -τήρι· 2: κατά τη σημ. του σουρώνω 3]



