Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σουρούπωμα
1 item total
σουρούπωμα το [surúpoma] Ο49 : το τέλος της ημέρας και η αρχή της νύχτας· σούρουπο: Tο ~ της ημέρας.

[σουρουπώ(νει) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go