Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σουρουπώνει
1 item total
σουρουπώνει [surupóni] Ρ1α : αρχίζει να νυχτώνει, να σκοτεινιάζει· αρχίζει να πέφτει η νύχτα: Είχε αρχίσει να σουρουπώνει.

[σούρουπ(ο) -ώνει]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go