Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σλόγκαν
1 item total
σλόγκαν το [slógan] Ο (άκλ.) : μήνυμα κυρίως εμπορικό, αλλά και πολιτικό, διατυπωμένο με συντομία και παραστατικότητα, ώστε να τραβάει την προσοχή του ακροατή και να αποτυπώνεται στη μνήμη: Πετυχημένο διαφημιστικό ~.

[λόγ. < αγγλ. slogan]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go