Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκουριά
3 εγγραφές [1 - 3]
σκουριά η [skurjá] Ο24 : το αποτέλεσμα της οξείδωσης στην επιφάνεια των μετάλλων: H πόρτα του κήπου έπιασε ~. H ~ τρώει το σίδερο. ΦΡ έπιασα ~, έχασα την ευκινησία μου, σκούριασα.

[μσν. σκουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. σκωρία ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [r] )]

σκουριάζω [skurjázo] Ρ2.1α μππ. σκουριασμένος : 1. δημιουργώ σκουριά επάνω σε μία επιφάνεια· προκαλώ οξείδωση: H υγρασία σκουριάζει τα μέταλλα. || καλύπτομαι από σκουριά: Tα κάγκελα του κήπου άρχισαν να σκουριάζουν. Mια σκουριασμένη αλυσίδα / βελόνα. Άφησαν τα μηχανήματα να σκουριάζουν στον κήπο. 2. (μτφ., προφ.) γίνομαι δυσκίνητος, κυρίως από έλλειψη άσκησης: Σκούριασε κλεισμένος σ΄ ένα γραφείο τόσα χρόνια. || (μειωτ.): Σκουριασμένες ιδέες / αντιλήψεις, ιδέες, αντιλήψεις απαρχαιωμένες, που δεν έχουν ακολουθήσει την εξέλιξη της εποχής.

[ελνστ. σκωριάζω κατά την εξέλ. σκωρία > σκουριά]

σκούριασμα το [skúrjazma] Ο49 : η οξείδωση των μετάλλων.

[σκουριασ- (σκουριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες