Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκουπιδοτενεκές
1 item total
σκουπιδοτενεκές ο [skupiδotenekés] Ο13 : μεγάλο δοχείο, συνήθ. μεταλλικό ή πλαστικό, για τη συλλογή των σκουπιδιών.

[σκουπίδ(ι) -ο- + τενεκές]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go