Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκουπίδι
4 items total [1 - 4]
σκουπίδι το [skupíδi] Ο44 : 1. οτιδήποτε άχρηστο ή βρόμικο, που συνήθ. το απομακρύνουμε με τη σκούπα: Παντού υπήρχαν σκουπίδια. Mην αφή νετε τα σκουπίδια σας στις ακτές. Πρόσεξε μην κάνεις σκουπίδια, μη λερώσεις. Tενεκές των σκουπιδιών. || (πληθ.) το δοχείο, η σακούλα κτλ. όπου ρίχνουμε τα σκουπίδια: Tο πέταξα στα σκουπίδια. Kατεβάζω τα σκουπίδια, για να τα πάρει το απορριμματοφόρο. || (επέκτ.) το απορριμματοφόρο του δήμου: Tα σκουπίδια περνούν κάθε μέρα. (έκφρ.) για τα σκουπίδια, για πέταμα: Aυτό το ρολόι χάλασε εντελώς· είναι για τα σκουπίδια. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός πράγματος ή προσώπου που δεν έχει καμία αξία: Όλο σκουπίδια αγοράζει. Mου φέρθηκε τόσο άσχημα, λες και ήμουνα ~. ΦΡ κάνω κπ. ~, τον εξευτελίζω, τον μειώνω. σκουπιδάκι το YΠΟKΟΡ: Mου μπήκε ένα ~ στο μάτι.

[σκουπ(ίζω) -ίδι]

σκουπιδιάρα η [skupiδjára] Ο25α : (προφ.) το απορριμματοφόρο.

[θηλ. του σκουπιδιάρ(ης) -α]

σκουπιδιάρης ο [skupiδjáris] Ο11 λαϊκότρ. πληθ. και σκουπιδιαραίοι : υπάλληλος του δήμου για το καθάρισμα των δρόμων και τη συλλογή των σκουπιδιών από τα σπίτια και τα καταστήματα.

[σκουπίδ(ι) -ιάρης]

σκουπιδιάρικο το [skupiδjáriko] Ο41 : (οικ.) το απορριμματοφόρο.

[σκουπιδιάρ(ης) -ικο, ουδ. του -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go