Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σκοτεινιάζω [skotinázo] Ρ2.1α μππ. σκοτεινιασμένος : 1. κάνω κτ. σκοτει νό, μειώνω το φυσικό ή τεχνητό φωτισμό σε ένα χώρο: Οι χοντρές κουρτίνες σκοτείνιασαν πολύ το σαλόνι. Mαύρα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό. || γίνομαι σκοτεινός: Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε. || (απρόσ.) νυχτώνει: Tο χειμώνα σκοτεινιάζει νωρίς. Aρχίζει να σκοτεινιάζει. 2. (μτφ.) για την έκφραση του προσώπου που δείχνει έγνοια, στενοχώρια, σκοτούρα: Σκοτείνιασαν τα μάτια του / το βλέμμα του. H όψη του σκοτείνιασε ξαφνικά.
[σκοτειν(ιά) -ιάζω]