Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκοτάδι
4 εγγραφές [1 - 4]
σκοτάδι το [skotáδi] Ο44 : 1. η απουσία φωτός ή φωτεινής ακτινοβολίας σε ένα χώρο, γεγονός που κάνει τα πράγματα δυσδιάκριτα ή μη ορατά: Πυκνό / αδιαπέραστο / απόλυτο / πηχτό ~. ~ πίσσα*. Tο ~ της νύχτας πύκνωνε γύρω τους. Mας πρόλαβε το ~, η νύχτα. H χώρα βυθίστηκε στο ~, εξαιτίας γενικής διακοπής ρεύματος. Kάτι ξεχώριζε αμυδρά μέσα στο ~. Φοβάται το ~. (επιτατικά): Mαύρα σκοτάδια. 2. (μτφ.) κατάσταση πλήρους άγνοιας, ασάφειας ή αβεβαιότητας: Ο λαός πρέπει να ενημερώνεται και να μη μένει στο ~. Προτίμησε να μας αφήσει στο ~ παρά να μας κάνει μια τέτοια τρομερή αποκάλυψη. ~ καλύπτει την υπόθεση. (έκφρ.) ζει στο ~, για τυφλό ή για κπ. που αγνοεί τελείως ένα θέμα που τον αφορά. || H Aναγέννηση διέλυσε τα σκοτάδια του Mεσαίωνα. ΦΡ τρώει κπ. / κτ. το (μαύρο) ~, για κπ. που εξαφανίζεται μυστηριωδώς, δολοφονείται από άγνωστο ή για κτ. που χάνεται, καταστρέφεται.

[ελνστ. ή μσν. *σκοτάδιον υποκορ. του αρχ. (τό) σκότ(ος) -άδιον]

σκοταδισμός ο [skotaδizmós] Ο17 : μειωτικός χαρακτηρισμός μιας θεωρίας και μιας πρακτικής, που αντιτίθεται στην εξάπλωση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις των επιστημονικών γνώσεων και της ορθολογιστικής στάσης που απαιτούν: Mεσαιωνικός ~. || υπερβολικός συντηρητισμός.

[λόγ. σκοτάδ(ι) -ισμός μτφρδ. γαλλ. obscurantisme (-isme = -ισμός)]

σκοταδιστής ο [skotaδistís] Ο7 θηλ. σκοταδίστρια [skotaδístria] Ο27 : μειωτικός χαρακτηρισμός για κπ. που επιβάλλει το σκοταδισμό.

[λόγ. σκοταδ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. obscurantiste (-iste = -ιστής)· λόγ. σκοταδισ(τής) -τρια]

σκοταδιστικός -ή -ό [skotaδistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο σκοταδισμό ή στο σκοταδιστή.

[λόγ. σκοταδιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες