Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκολιός
1 item total
σκολιός -ά -ό [skoliós] Ε2 : στη λόγια έκφραση σκολιά οδός, για δύσκολη πορεία, που απαιτεί προσπάθεια και κόπο.

[λόγ. < αρχ. σκολιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go