Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκλάβος
1 εγγραφή
σκλάβος ο [sklávos] Ο18 θηλ. σκλάβα [skláva] Ο25 : 1. συναισθηματικά φορτισμένη λέξη για κπ. που έχει στερηθεί τις ελευθερίες και τα δικαιώμα τά του, συνήθ. ύστερα από πολεμική ήττα και αιχμαλωσία: Οι Έλληνες ήταν σκλάβοι τετρακόσια χρόνια, υπόδουλοι. H εξέγερση / το ξύπνημα / η απελευθέρωση των σκλάβων. || (επέκτ.) που βρίσκεται κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός προσώπου: Έγινε πραγματικός ~ της. Aρνούμαι να γίνω σκλάβα σου! (έκφρ.) δουλεύω σαν ~, πάρα πολύ. 2. (μτφ.) που υποτάσσεται ολοκληρωτικά σ΄ ένα πάθος· δούλος: Έγινε ~ της δουλειάς / του ποτού. σκλαβάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός σκλάβος. 2. (πληθ.) λαϊκό παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου· αμπάριζα.

[μσν. σκλάβος < εθν. Σκλάβος `Σλάβος΄ (επειδή αρχικά είχαν μπει στο Βυζάντιο σαν υποτελείς) (δες στο σλαβικός)· μσν. σκλάβα (μαρτυρείται στη σημ.: `παλλακίδα΄) < σκλάβ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες