Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπτικό
3 εγγραφές [1 - 3]
σκεπτικό το [skeptikó] Ο38 : το αιτιολογικό μιας δικαστικής συνήθ. απόφασης: Bγήκε στο φως το πόρισμα· το ~, τα έγγραφα και όλο το αποδεικτικό υλικό. Mε ποιο ~ οδηγήθηκες σ΄ αυτή την απόφαση;

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. σκεπτικός `που σκέφτεται΄ σημδ. γαλλ. le considérant]

σκεπτικός 2 -ή -ό [skeptikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκεπτικισμό: ~ φιλόσοφος. || (ως ουσ.) ο σκεπτικός, κατά την αρχαιότητα, εκπρόσωπος ή οπαδός του σκεπτικισμού.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. οἱ Σκεπτικοί (ενν. φιλόσοφοι) (αρχ. σημ.: `που σκέφτεται΄)]

σκεφτικός -ή -ό [skeftikós] & σκεπτικός 1 -ή -ό [skeptikós] Ε1 : που τον απασχολούν έγνοιες, φροντίδες, στενοχώριες· που είναι βυθισμένος σε διάφορες σκέψεις· συλλογισμένος: Kαθόταν σε μια γωνιά ~. Γιατί έχεις τόσο σκεφτικό ύφος; σκεφτικά ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. σκεπτικός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < ελνστ. σκεπτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες