Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σκεπάρνι
2 εγγραφές [1 - 2]
σκεπάρνι το [skepárni] Ο44 : μικρό κοπτικό εργαλείο με ξύλινη λαβή και πεπλατυσμένη λεπίδα τροχισμένη στην εσωτερική πλευρά, για ξυλουργικές εργασίες μαραγκού, οικοδόμου κτλ. (έκφρ.) καμαρώνει σαν γύφτικο* ~.

[ελνστ. σκεπάρνιον υποκορ. του αρχ. σκέπαρνον]

σκεπαρνιά η [skepará] Ο24 : το χτύπημα με σκεπάρνι, καθώς και η τομή που γίνεται με σκεπάρνι.

[σκεπάρν(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες