Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σκανταλιά
3 items total [1 - 3]
σκανδαλιά η [skanδalá] & σκανταλιά η [skandalá] Ο24 : οι μικρές αταξίες των παιδιών: Ο μικρός είναι όλο σκανδαλιές. || Όχι σκανταλιές!, μικροπονηριές που σκοπό έχουν να ξεγελάσουν ή να παραπλανήσουν.

[-ντ-: σκάνταλ(ο) -ιά· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

σκανδαλιάρης -α -ικο [skanδaláris] & σκανταλιάρης -α -ικο [skandaláris] Ε9 : για μικρό παιδί που κάνει σκανταλιές, που είναι άτακτο, υπερβολικά ζωηρό. || ως τρυφερός χαρακτηρισμός ανθρώπου που του αρέσουν τα πειράγματα και τα αστεία. || (ως ουσ.).

[-ντ-: σκάνταλ(ο) -ιάρης· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

σκανδαλιάρικος -η -ο [skanδalárikos] & σκανταλιάρικος -η -ο [skandalárikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σκανδαλιάρη.

[-ντ-: σκανταλιάρ(ης) -ικος· -νδ-: λόγ. επίδρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go