Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιδερένιος
1 item total
σιδερένιος -α -ο [siδerénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος από σίδερο: Σιδερένιο κιγκλίδωμα. Σιδερένια πόρτα. 2. (μτφ.) που είναι εξαιρετικά δυνατός, σκληρός και ανθεκτικός: Σιδερένια γροθιά. Σιδερένια μπράτσα. Σιδερένιο στομάχι. Σιδερένια πνευμόνια. Σιδερένια θέληση / αντοχή. || ~!, ευχή σε άρρωστο που βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης.

[μσν. σιδερένιος < σίδερ(ο) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go