Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σιγουρεύω [siγurévo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2 : 1. κάνω κτ. σίγουρο, το ασφαλίζω ή το εξασφαλίζω: Για να σιγουρέψεις τα λεφτά σου, επένδυσέ τα σε ομόλογα. Σιγούρεψε πρώτα τη θέση σου. 2. (παθ.) βεβαιώνομαι: Όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν κινδύνευε πια
Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.
[σίγουρ(ος) -εύω]



