Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σιγουρεύομαι
1 item total
σιγουρεύω [siγurévo] -ομαι στη σημ. 2 Ρ5.2 : 1. κάνω κτ. σίγουρο, το ασφαλίζω ή το εξασφαλίζω: Για να σιγουρέψεις τα λεφτά σου, επένδυσέ τα σε ομόλογα. Σιγούρεψε πρώτα τη θέση σου. 2. (παθ.) βεβαιώνομαι: Όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν κινδύνευε πια… Πριν φύγεις σιγουρέψου ότι όλα τα φώτα είναι κλειστά.

[σίγουρ(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go