Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημειωτόν
1 εγγραφή
σημειωτόν το [simiotón] Ο (άκλ.) : (γυμν., και ως επίθ.) (βήμα) ~, ο επί τόπου βηματισμός: Σταμάτησαν το τροχάδην και άρχισαν το (βήμα) ~. Kάνω ~. || (μτφ.): Προχωρώ / πηγαίνω με βήμα ~, δεν κάνω καμιά πρόοδο ή προχωρώ πάρα πολύ αργά: Οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν με βήμα ~.

[λόγ. σημειω- (δες σημειώνω) -τόν, ουδ. του -τός απόδ. γαλλ. marquer le pas (διαφ. το ελνστ. σημειωτός `που συμπεραίνεται από κάποιο σημάδι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες