Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σεργιάνι
3 items total [1 - 3]
σεργιάνι το [serjáni] Ο44 : (οικ.) ο περίπατος, η βόλτα: Kάνω / βγαίνω ~. (έκφρ.) βγήκε στο ~, συνήθ. για τα νεαρά κορίτσια που αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τις βόλτες, τα λούσα και τα αγόρια.

[τουρκ. seyran `εκδρομή΄ με μετάθ. του ημιφ. (από τα περσ.)]

σεργιανίζω [serjanízo] Ρ2.1α & σεργιανάω [serjanáo] Ρ10.1α : (οικ.) κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα. || γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

[σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-]

σεργιάνισμα το [serjánizma] Ο49 : η ενέργεια του σεργιανίζω.

[σεργιανισ- (σεργιανίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go