Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σερίφης
1 item total
σερίφης ο [serífis] Ο11 : εκτελεστικό όργανο, επιφορτισμένο με την τήρηση του νόμου και της τάξης και με περιορισμένες διοικητικές δικαιοδοσίες, το οποίο εκλέγεται για ορισμένο χρονικό διάστημα σε μια διοικητική περιοχή των Hνωμένων Πολιτειών.

[λόγ.(;) < γαλλ. shérif -ης < αγγλ. sheriff]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go